- ἐριουργοῦσα
- ἐριουργέωwork in woolpres part act fem nom/voc sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εριουργώ — ἐριουργῶ, έω (AM) [εριουργός] κατεργάζομαι έρια, κατασκευάζω μάλλινα («ἡ γυνὴ ἐριουργοῡσα παρεκάθητο», Ξεν.) … Dictionary of Greek